πτερυγοτόμος

πτερυγοτόμος
πτερῠγο-τόμος, ,
A instrument for this purpose, ibid., Paul.Aeg.6.18 (also -τόμον, τό, Hermes 38.283).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτερυγοτόμος — ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για την αποκοπή πτερυγίων τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, υγος + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος] …   Dictionary of Greek

  • πτερυγοτόμῳ — πτερυγοτόμος instrument for this purpose masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • πτερυγοτομώ — έω, Α [πτερυγοτόμος] αφαιρώ με χειρουργικά εργαλεία το πτερύγιο τού οφθαλμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”